ἔκτανον

ἔκτανον
κτείνω
kill
aor ind act 3rd pl
κτείνω
kill
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • 'κτανον — ἔκτανον , κτείνω kill aor ind act 3rd pl ἔκτανον , κτείνω kill aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HERCULES — I. HERCULES Fil. Uberti March. Ep. Augustae, a consiliis Carolo III. Sabaudiae Duci Obiit A. C. 1515. Ughel. T. IV. Ital. sacr. Franciscus August. in Hist. Chron. Ep. Pedemon. II. HERCULES ita vett. pro more solito fortes fere appellarunt. Sic… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άκταντος — ἄκταντος, ον (Μ) αφόνευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἔκτανον < κτείνω] …   Dictionary of Greek

  • δαϊκτάμενος — δαϊκτάμενος, η, ον (Α) ο σκοτωμένος στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐ, επικός τ. δοτικής τής λ. δαΐς(Ι)* «πόλεμος, μάχη» + (μτχ.) κτάμενος, τού αορ. έκτανον του ρ. κτείνω «σκοτώνω» (πρβλ. αρηϊκτάμενος)] …   Dictionary of Greek

  • κτείνω — (AM κτείνω, Α αιολ. τ. κτέννω) (για ανθρώπους και σπαν. για ζώα) φονεύω, σκοτώνω («ὅς τε κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσι φεύγει», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. θέτω τέρμα σε κάτι («θέρος κτείνει [νοῡσον]», Αρετ.) αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον σε θάνατο και …   Dictionary of Greek

  • ρινός — ἡ και ὁ, Α 1. το δέρμα ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», Ομ. Οδ.) 2. (σπανίως) το δέρμα νεκρού («ῥινὸν δ ἀπ ὀστεόφιν ἐρύσαι», Ομ. Οδ.) 3. δέρμα από ζώο, δορά (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Οδ. β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”